- αλέπιστος
- -η, -ο (AM ἀλέπιστος, -ον) [λεπίζω]νεοελλ.-αρχ.αυτός που δεν έχει λέπιανεοελλ.αυτός που δεν τού αφαιρέθηκαν τα λέπια2. αυτός που δεν τού αφαιρέθηκε η φλούδαμσν.(για τη λινοκαλάμη) αλανάριστος, ακαθάριστος.
Dictionary of Greek. 2013.